21.7.08

Γρεεκ Δεσιγν

Άρθρο του Δημήτρη Θ. Αρβανίτη. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΑdobeMagazine»,
Τεύχος 4, Ιούνιος 2008

Μάης 2008 μια επέτειος για τα γεγονότα. Μάης 1968, σαράντα χρόνια μετά και η επανάσταση πάει περίπατο. Δεχόμαστε την εξ ορισμού ελευθερία μας, αλλά δεν έχουμε το θάρρος να ζητήσουμε συγγνώμη από τους νέους αυτούς που άλλαξαν την ιστορία της καθημερινότητας στην Ευρώπη, αγκάλιασαν την εργατική τάξη και φώναξαν όλοι μαζί. «Είμαστε ρεαλιστές, ζητάμε το αδύνατον».
Τι να πάρουμε είδηση εμείς τότε, ένα χρόνο μέσα στη χούντα, με τα μέσα φιμωμένα εκούσια ή ακούσια, περιμέναμε να ακούσουμε λαθραία την «Ντόιτσε Βέλε» ή να μάθουμε πρώτο χέρι από αυτούς που μπορούσαν να ταξιδεύουν στο Παρίσι.
Τα μηνύματα τα πήραμε όμως και με την πρώτη ευκαιρία, που άργησε πέντε χρόνια, είχαμε επιτέλους και τη δική μας μεταπολίτευση. Και να τα όνειρα και να οι πολιτικές ζυμώσεις και να επιτέλους και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ και λίγο αργότερα η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και να το ΠΑΣΟΚ και το ραντεβού με την Ιστορία και να η διάθεση να ερωτευθούμε ανοιχτά και να γυρίσουμε τα πάντα ανάποδα.

Τριανταπέντε χρόνια μετά, έχουμε αποδεχτεί τη μοίρα μας. Δεν ζητήσαμε, όταν έπρεπε, εξηγήσεις για το Μάαστριχτ και τις συμφωνίες, γλεντήσαμε την Περεστρόικα, κάναμε «πλάκα» με το Θατσερισμό, λακίσαμε από τα κόμματα και για «πλάκα» το ρίξαμε στο χαβαλέ. Εν ονόματι της ελευθερίας βάλαμε τα ποπ σκυλάδικα στα πανεπιστήμια και παρακολουθήσαμε εκατοντάδες ηλίθιες συναυλίες (;) ανάβοντας αναπτήρες, δήθεν ροκ και καλά, αλλά αντί να φωτίσουμε την τύφλα μας, ξυπνήσαμε ένα πρωί και μας είπαν κάτι πικρά λόγια για το ασφαλιστικό, ένα άλλο πρωί καταλάβαμε ότι μας ξεσκίσανε το εισόδημα και η παλιά δραχμή έγινε μια σκατούλα του ευρώ, ακόμα άλλο ένα πρωί μας κολλήσανε ένα διάολο στο αυτί μας για να σπαταλάμε και το τελευταίο λεπτό του «ελεύθερου» χρόνου μας, χαζέψαμε σαν τον Νέρωνα την πανελλαδική εμπρηστική καταστροφή των δασών μας και ξαφνικά το ρίξαμε στην οικολογία γιατί αυτό είναι το νέο τρεντ. Τρεντ είναι και το να παραγγέλνεις σαλάτα με ρόκα και να την πληρώνεις για εξωτικό φυτό, λες και δεν έρχεται από το Μαραθώνα. Τρεντ ήταν και η ομοψυχία μας στους Ολυμπιακούς του 2004, αλλά το αγγούρι άλλοι το φάγανε και δροσιστήκανε κι άλλοι ζορίζονται τώρα. Κι όσοι δεν θέλαμε να είμαστε «παντός καιρού» και είπαμε ανοιχτά τη γνώμη μας, μπήκαμε σε μαύρες λίστες. Και όταν φάγαμε απανωτές τις σφαλιάρες με τις αποκαλύψεις για τη «ντόπα», σφυρίξαμε αδιάφορα μην μπορώντας να δεχτούμε την ατίμωση. Τώρα υπογράφουμε διαμαρτυρίες και καλούμε το δήμαρχο να ελευθερώσει τα πεζοδρόμια και το ΥΠΕΧΩΔΕ να μη μας κρύβει τις μετρήσεις των ρύπων της ταλαίπωρης Αθήνας. Αλλά την πόλη την ξεσκίζουμε εμείς. Καβαλάμε πεζοδρόμια και σπάμε τις μουριές, βάζουμε σημάδι τους κάδους από τον τρίτο και σουτάρουμε τα σκουπίδια, γιατί θα λερωθούμε αν τα κατεβάσουμε ντυμένοι στην τρίχα αφού αρχίσαμε να πηγαίνουμε και στο νέο τρεντ, την όπερα.
Κυνηγάμε τις εφημερίδες-περιτύλιγμα των προσφορών τους και δεν ρίχνουμε καν μια ματιά να ξεστραβωθούμε, αφού έτσι κι αλλιώς θα μάθουμε τα νέα από τα τηλεοπτικά παράθυρα το βράδυ. Όσο για την επανάσταση και την κοινωνική κριτική, κάθε Τρίτη βράδυ έχουμε αριθμημένη θέση για το Λαζόπουλο. Έτσι ξαλαφρώνουμε.

Φιλότεχνοι όμως μέχρι πτώσεως. Σε όλα πάμε και δεν μας ενδιαφέρει το πανάκριβο εισιτήριο για την κάθε λογής μπαρούφα γιατί εμείς κάνουμε θυσίες για την Τέχνη. Δεν είμαστε όμως ελιτιστές. Τα παρακολουθούμε όλα. Και Μέγαρο και Πέγκυ και χοροθέατρο και μπαρουφομαλακίες και δήθεν progrersive και έντεχνο και ελληνικές ταινίες «σύγχρονης κωμωδίας» και «προσεγμένες» τηλεοπτικές σειρές. Ποίηση δεν διαβάζουμε γιατί μας πέφτει λίγο βαριά, αλλά που να τολμήσουμε να διαβάσουμε το «Νόημα» της Μαρίας Λαϊνά αφού θα δούμε το Χριστό φαντάρο.

Καλά ρε μεγάλε, τόσο χάλια είμαστε;
Εμείς τουλάχιστον, ως «κλάδος», βρισκόμαστε σε Άνοιξη. Το ελληνικό design μεγαλουργεί. Πολύ τρέντι η γραφιστική. Απλά πράγματα. Οι Έλληνες γραφίστες τετραγωνίσαμε τον κύκλο. Δε σου λέει και κανείς τίποτα άμα κάνεις ένα κουτί για πίτσα το ίδιο με μια αφίσα ή ένα φλάιερ για electronic music και μια αλοιφή για τις αιμορροΐδες σαν ένα λογότυπο για το γύρο της Αθήνας. Έτσι κι αλλιώς τα ίδια λεφτά μας δίνουνε. Δεν υπάρχει μπάτζετ...
Ένα φιλαράκι, γραφίστας, προκειμένου να μην πάρει τίποτα κάνει λογότυπα και συσκευασίες για εκατόν πενήντα ευρώ... εντάξει δεν έχει έξοδα, μένει με τους γονείς του και δουλεύει στο σπίτι... μια αφισούλα τού, πήρε και έπαινο σε μια γιορτή που γίνεται μια φορά το χρόνο... αλλά ρε γαμώτο δεν έχει ούτε ΙΚΑ ούτε τίποτα ακόμα. Και μια φίλη του, κι αυτή γραφίστρια, που δούλεψε την πρακτική της σε ένα «τρέντι δημιουργικό γραφείο» περάσανε τρεις μήνες και δεν έχει πάρει ακόμα φράγκο...
Μήπως, λέω μήπως, κάτι έχουμε παρεξηγήσει;
Μήπως είμαστε απλά περιστασιακοί χειροκροτητές μιας μετριότητας, πρώτης στο χωριό, αλλά δεύτερης στην πόλη;
Μήπως δεν γνωρίζουμε ότι με τις πορδές δεν βάφονται αυγά;
Μήπως δεν έχουμε καταλάβει ότι τα βραβεία είναι όπως τα φιλιά, που αν τα σκορπάς χάνουνε την αξία τους;
Μήπως πιστεύουμε ότι ο χρόνος δεν θα περάσει από πάνω μας και θα είμαστε για πάντα οικόσιτοι των γονιών μας και δεν θα χρειαστεί ποτέ να διεκδικήσουμε από την πολιτεία να μας συνδράμει στα γεράματά μας;
Μήπως αντί να χαζεύουμε στο διαδίκτυο, είναι καλύτερα να ανοίξουμε το μυαλό μας και να σκεφτούμε τι δουλειά έχουμε εμείς με τους Γιαπωνέζους και τα κουκλάκια και αυτά τα έρημα τα γεωμετρικά σχήματα του Swiss International Style;
Μήπως πρέπει να καταλάβουμε πόσο ανόητο είναι η ελληνική οπτική επικοινωνία να γίνεται στα Αγγλικά, σε κάθε εφαρμογή, και να προορίζεται για έναν τόπο που και γλώσσα έχει (ακόμα) και γραφή διαθέτει και το 99% των κατοίκων δεν τελειώνει το Αμερικάνικο κολέγιο;
Μήπως πρέπει να καταλάβουμε επιτέλους τι είναι η πνευματική ιδιοκτησία, η αυθεντικότητα και το κοινωνικό ήθος, οι συνήθειες του τόπου;
Μήπως πρέπει να απαιτήσουμε από την Πολιτεία καλύτερη μόρφωση και από τον εαυτό μας μεγαλύτερη επιμέλεια στις σπουδές μας;
Μήπως πρέπει να μυριζόμαστε την απάτη και να της προσφέρουμε την περιφρόνησή μας; Μήπως πρέπει να γίνουμε συνάδελφοι, γενναιόδωροι και ειλικρινείς, να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο εκτοξεύοντας πικρόχολα σχόλια, αντί να προωθούμε το σύνολο γιατί έτσι μόνο θα εισπράξουμε και τα ατομικά οφέλη;
Μήπως πρέπει να διαχωρίσουμε το design από το επάγγελμα και να είμαστε λιγότερο ματαιόδοξοι, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι, να καταλάβουμε πως είναι στο χέρι μας να βελτιώσουμε τη ζωή μας και να βοηθήσουμε με τον μοναδικό μας τρόπο, τη δουλειά μας, να λυθούν κάποια από τα χιλιάδες προβλήματα μας;
Μήπως η ελληνική γραφιστική πρέπει να κάνει το δικό της Μάη και επιτέλους «να ξεμπερδεύουμε με τους κακομούτσουνους» όπως είπε ο Μπορίς Βιαν, να γευτούμε τον πικρό σαρκασμό των ταινιών του Ζακ Τατί, να αναλύσουμε τη σκέψη του Αλμπέρ Καμύ και να ξαναδούμε εφ? όλης της ύλης τις αφίσες των Γκραπίς και τα πρωτοσέλιδα της τότε Λιμπερασιόν;
Μήπως πρέπει να γιορτάσουμε την αγέραστη σκέψη του Ζ. Λ. Γκοντάρ και να αναγνωρίσουμε το ευεργετικό «άσυλο» που προσέφερε με άπειρη αγάπη το Γαλλικό κοινό στη Τζαζ, την εποχή που η ίδια η Αμερική έστελνε τους υπέροχους μουσικούς της στην ανεργία;
Μήπως πρέπει να καταλάβουμε ότι η Ένωση Γραφιστών ανήκει σε όλους μας και μας περιμένει να δουλέψουμε σοβαρά, να συγκροτηθούμε κάποτε σε ισχυρό σώμα σοβαρών επαγγελματιών και να αφήσουμε για την ώρα τις ματαιόδοξες συλλογές μεταλλίων και το αμφιβόλου υποστάσεως κυνήγι κούφιων διακρίσεων;
Μήπως πρέπει να σκεφτούμε ότι το ταλέντο μπορεί να πέσει εύκολα θύμα της ματαιοδοξίας και η απόλυτη βεβαιότητα δεν διαφέρει από την πλήρη υπαρξιακή ανασφάλεια;
λέμε, μήπως;

Δημήτρης Θ. Αρβανίτης
ΑGI member Designer

Υστερόγραφο

Designism is the Enemy of Design*
*Άλλο το γάλα κι άλλο η καβάλα

Το graphic design ανακαλύφθηκε από Έλληνες στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Μέσα σε λίγα χρόνια κατόρθωσε να αναδειχθεί σε υπεράξιο εθνικό προϊόν κερδίζοντας την αποδοχή και την καταξίωση του συνόλου των πολιτών της χώρας, οι οποίοι και μετάλλαξαν την καθημερινότητά τους σε μια τεράστια design performance με αποτέλεσμα να θεσπισθούν ετήσιοι διαγωνισμοί με σκοπό τη βράβευση της πρωτοτυπίας, της αυθεντικότητας και του δημιουργικού οίστρου.
Σαν σε ένα παράξενο Deja vu, οι ώριμες κοινότητες των Ευρωπαϊκών αλλά και άλλων χωρών, υφάρπαξαν, αρκετές δεκαετίες πριν, αυτή την Ελληνική ανακάλυψη και την οικειοποιήθηκαν προς ίδιον όφελος. Έφτιαξαν σχολές, δημιούργησαν δομές και παράδοση, Μουσεία και εκθέσεις και εξάγουν με επιτυχία τις ιδέες και τα παράγωγα προϊόντα τους... ακόμα και στην Ελλάδα, η οποία αδυνατεί να κατανοήσει το θράσος μιας τέτοιας «υπεξαίρεσης».
Ως λαός με ιστορία και συγκροτημένο κράτος αποφάσεων, τσατισμένοι από την παγκόσμια αδικία σε βάρος της πατρότητας της ανακάλυψής μας, ας βροντοφωνάξουμε...
«We shall overcome».
Ας μην ρεζιλέψουμε την κουβέντα μπαίνοντας σε λεπτομέρειες...

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: